- πεπιεσμένων
- πιέζωEp..perf part mp fem gen plπιέζωEp..perf part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek
δικτυοσωμάτια — Μεμβρανώδη οργανίδια που αποτελούν στοιχεία του συμπλέγματος Γκόλτζι (Golgi). Κάθε δ. αποτελείται από έναν αριθμό πεπιεσμένων σακιδίων που βρίσκονται μαζί ως συστοιχία (σαν στήλη από νομίσματα). Σε κάθε σακίδιο υπάρχει μία κεντρική πεπλατυσμένη… … Dictionary of Greek